- φθογγάριον
- τὸ, Αο αγωγός τής φωνής ή, κατ' άλλους, είδος σφυρίχτρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθόγγ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φθέγγομαι + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. μυθ-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθογγάριον — sounding pipe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγαρίου — φθογγάριον sounding pipe neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)